
Το βασικό συνοδευτικό του sushi με το χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα προέρχεται από τη ρίζα του φυτού Eutrema Japonicum που φυτρώνει στις ψυχρές περιοχές της Ιαπωνίας κοντά σε ποτάμια. Ήδη από την ιαπωνική περίοδο Νάρα μεταξύ 710-794μ.χ. άρχισε να χρησιμοποιείται στη γαστρονομία αλλά και στη φαρμακευτική.
Παραδοσιακά η πράσινη πάστα με την καυτερή γεύση λαμβάνεται τρίβοντας τη ρίζα του φυτού σε ειδικούς τρίφτες η επιφάνεια των οποίων είναι φτιαγμένη από δέρμα καρχαρία. Με την τριβή απελευθερώνεται το ισοθειοκυανικό αλλύλιο(AITC – Allyl IsoThioCyanate), η δραστική ουσία που είναι υπεύθυνη για τη χαρακτηριστική γεύση του wasabi και που στην πραγματικότητα αποτελεί αμυντικό μηχανισμό του φυτού. Το ισοθειοκυανικό αλλύλιο είναι πτητικό και δρα ενεργοποιώντας τους υποδοχείς TRPA1 που βρίσκονται στη ρινική κοιλότητα. Έχει αντιμικροβιακή δράση ενάντια σε κάποιες μορφές του E.Coli και του Σταφυλόκοκκου, βακτήρια που μπορούν να προκαλέσουν τροφική δηλητηρίαση. Επίσης έχει μελετηθεί ο ρόλος του σε γαστρικές διαταραχές πιθανόν λόγω της ιδιότητας του να αναστέλλει την ανάπτυξη του Ελικοβακτηριδίου του Πυλωρού που συνδέεται με το γαστρικό έλκος.
Λόγω του υψηλού κόστους και της δυσκολίας να καλλιεργηθεί είναι δύσκολο να βρούμε το αυθεντικό wasabi. Η πάστα που χρησιμοποιούμε στη Δύση(“δυτικό γουασάμπι”) είναι ένα μείγμα χρένου, μουστάρδας και αμύλου και στερούνται τις ευεργετικές ιδιότητες του φυσικού πολτού.
Πηγή: