
Η λέξη διαβήτης προέρχεται από το ελληνικό ρήμα διαβαίνω που σημαίνει διασχίζω ή περνώ από το ένα μέρος στο άλλο, και αναφέρεται στο νερό που πίνει ο ασθενής και «διαβαίνει» αναλλοίωτο από τα νεφρά στα ούρα.
Η πρώτη αναφορά στον διαβήτη γίνεται το 1552 π.χ όταν ο Αιγύπτιος γιατρός Hesy-Ra κατέγραψε την συχνοουρία ως σύμπτωμα μιας περίεργης ασθένειας που προκαλούσε επίσης απώλεια βάρους. Την ίδια περίοδο θεραπευτές παρατήρησαν ότι τα μυρμήγκια έλκονταν από τα ούρα ανθρώπων που έπασχαν από αυτή την ασθένεια.
Το 150μ.χ ένας από τους διασημότερους Έλληνες ιατρούς της αρχαιότητας ο Αρεταίος περιέγραψε αυτό που σήμερα ονομάζουμε διαβήτη ως “το λιώσιμο της σάρκας και των άκρων στα ούρα”. Την εποχή εκείνη η διάγνωση του διαβήτη γινόταν δοκιμάζοντας τα ούρα ανθρώπων που υπήρχε η υποψία πως έπασχαν από τη νόσο. Αν τα ούρα είχαν γλυκιά γεύση η διάγνωση ήταν θετική. Αναγνωρίζοντας αυτό το χαρακτηριστικό το 1675 στη λέξη διαβήτης προστέθηκε ο όρος σακχαρώδης(mellitus) λόγω παρουσίας γλυκόζης στα ούρα.
Το 1815 αποδεικνύεται ότι η γλυκιά γεύση στα ούρα οφείλεται στην παρουσία της γλυκόζης. Η πρώτη δοκιμασία ανίχνευσης της γλυκόζης στα ούρα επινοήθηκε από τον Karl Trommer (1806 – 1879) το 1841.
Πηγή: